-
1 ἐπι-ταράσσω
ἐπι-ταράσσω, att, - άττω, noch dazu verwirren, beunruhigen, Her. 2, 139; κοιλίη ἐπιταράσσεται Hippocr.; Sp., ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς, unterbricht, Luc. D. Mort. 2, 1; öfter bei Plut.
1 ἐπι-ταράσσω
ἐπι-ταράσσω, att, - άττω, noch dazu verwirren, beunruhigen, Her. 2, 139; κοιλίη ἐπιταράσσεται Hippocr.; Sp., ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς, unterbricht, Luc. D. Mort. 2, 1; öfter bei Plut.